Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Το ταξίδι για το ROUT ξεκινάει.


Πλησιάζουμε στο δασικό χωριό, συνεχόμενες ανηφορικές στροφές που μας ζαλίζουν λιγάκι παρόλα αυτά φτάνουμε χωρίς προβλήματα, απλά…κάναμε μπόλικους πλάγιους κοιλιακούς με τις στροφές. Συναντάμε 3-4 φίλους που ήταν ήδη εκεί για τα πακέτα συμμετοχής. Κάποιοι θα έμεναν εκεί με σκηνή (δε πάνε καλά σκέφτομαι). Περνάμε απ τη γραμματεία παίρνουμε τα πακετάκια μας και έτοιμοι για στροφοκατάβαση και επιστροφή στο Παρανέστι όπου και θα μέναμε.

Κάποιοι μείνανε Παρανέστι, άλλοι στο δασικό χωριό, άλλοι σε άλλο χωριό, σε άλλη πόλη, σε άλλο νομό, ε... σκορπιστήκαμε παντού, που θα πάει, θα βρεθούμε στην εκκίνηση σκέφτομαι. Ετοιμάζω τα πράγματα για την επόμενη μέρα, ύπνος όσο το δυνατόν πιο νωρίς, ξύπνημα από τις 3:00πμ, τηλεφωνήματα μεταξύ μας «Ρεμάλια ξυπνήστε» «Ξυπνήστεεεεε είναι 3:00 η ώρα, ώρα για ύπνο! και άλλα τέτοια :-D. Μαζεύουμε τα τσιμπράγκαλά μας και πάμε στο σημείο που θα περνούσαν τα λεωφορεία να μας πάνε στην εκκίνηση.

Φτάνουμε και στη Ζαρκαδιά με μια μικρή καθυστέρηση αφού δεν μας άνοιγαν τις πύλες στο φράγμα για να περάσουμε. Πάει και αυτό, περάσαμε τελικά και φτάνουμε επιτέλους στην εκκίνηση. Αγχωμένοι όλοι όταν ακούμε ότι σε 10λεπτά γίνετε η εκκίνηση. Όπα; Τρεχάτε ποδαράκια μου, τσάντες για τους σταθμούς στο τάδε λεωφορείο, τσάντες για τερματισμό στο τάδε λεωφορείο, έτρεχαν όλοι πάνω κάτω να αφήσουν τα πράγματα τους. Έτοιμοι όλοι, τσεκάρισμα ονόματα- συμμετοχές, μια μικρή ενημέρωση από τον Λάζαρο Ρήγο και πάμε, ξεκινάμε.

Ξεκινάμε, τρέχουμε στην άσφαλτο τα πρώτα χλμ, είμαι κάπου στη μέση; Στους 30; Ιδέα δεν έχω, κάπου εκεί. Ξαφνικά βλέπω φωτάκια να έρχονται προς τα εμάς. Γυρίζανε οι πρώτοι και φώναζαν: «Όλοι πίσω, γυρίστε πίσω». Τι γίνετε ρε παιδία, να γελάσουμε ή να χαλαστούμε εκείνη τη στιγμή; Το αποτέλεσμα; Οι μισοί από μπροστά επέστρεψαν πίσω, οι μισοί από πίσω σταμάτησαν και περίμεναν και τελικά 100+ άτομα μπλοκάραμε στην είσοδο ενός επικίνδυνου σημείου όπως είχε πει ο Λάζαρος, ένα στενό, γλιστερό, πέτρινο γεφυράκι.

Ένας χαμός στην αρχή. Καταφέρνουμε να μη τσακιστούμε και περνάμε καλά από 'κει και μπαίνουμε στο μονοπάτι. Αναρωτιέμαι, είναι δυνατόν να μην υπάρχει κάτι εκεί επάνω στο δρόμο, στα 3χλμ να δείξει την είσοδο του μονοπατιού και να μη φύγουμε ευθεία? Ένα αυτοκίνητο, ένας δείκτης, έντονα σημάδια, φαναράκι να αναβοσβήνει, κάτι τέλος πάντως να μπούμε από την αρχή απευθείας σε μια ροή. Πάμε παρακάτω, το μονοπάτι στενό, γλιστράει, οι περισσότεροι περπατάνε, άλλοι όπου μπορούν προσπερνάνε, το ίδιο και εγώ...

Χαιρετώ τα παιδιά που περνάω, κάνουμε λίγη πλάκα, «Καλή συνέχεια», «Καλή δύναμη», «Μπράβο παιδιά», «Να ‘στε καλά», είναι οι ευχές που ανταλλάσσουμε με όλους. Το ξημέρωμα στο βουνό γεμίζει με χρώματα τα μάτια μας, δε ξέρουμε πού να πρωτοκοιτάξουμε. Βρισκόμαστε με τη Ναταλία Παπουνίδου, ανεβαίνουμε παρέα το μονοπάτι, πιάνουμε κουβέντα, λέμε διάφορα για αρκετή ώρα. Δεν είμαι όμως σε θέση να ακολουθήσω και έτσι λέμε καλή συνεχεία και μένω λίγο πιο πίσω. Εμ, για βόλτα ξεκίνησα, μη τεζάρω και από την αρχή!

Συνεχίζω μόνη μου, με περνάνε κάποια στιγμή δυο τύποι σβέλτοι με έναν αρκετά γρήγορο ρυθμό, χαιρετιόμαστε, λέμε καλή συνεχεία και αμέσως σκέφτομαι «Ωχ, θα τους μαζεύουμε σε λίγο έτσι όπως πάνε». Λίγο πιο κάτω έχουν σταματήσει σε ρυάκι για νερό και ανάσες. Από εκεί και πέρα συνεχίζουμε παρέα με τον Προκόπη Αρκούδη και τον Βασίλη Αλαμάνο. Πιάνουμε τη κουβέντα, λέμε διάφορα ως πρώτη γνωριμία. Έχουμε καλύψει αρκετά χιλιόμετρα παρεούλα οι τρείς μας με κουβέντα, σταματήματα για φωτό, διατάσεις και για να θαυμάσουμε το τοπίο.

Τρώγαμε συνέχεια, μπάρες ενέργειας, φρούτα, ξηροκάρπια, και λέω για σκέψου τώρα να πει ο Βασίλης (χασάπης στο επάγγελμα), «Ας φάω μια μπάρα πρωτεΐνης» και να βγάλει απ’ το σακίδιό του καμία μπριζόλα, κανά μπουτάκι από αρνάκι. Σκάσαμε στα γέλια και οι τρείς :-D. Συγχρονιζόμαστε σε κάθε ρυάκι να σταματάμε για να ρίχνουμε κρύο νερό στο πρόσωπο, στα πόδια, ήταν βάλσαμο και αναζωογόνηση. Ξεκουραζόμασταν έτσι. Συνεχίζουμε και οι εικόνες εναλλάσσονται, η ομορφιά του τοπίου μεγαλώνει συνέχεια. Πόσο εύκολα αλλάζει η φύση από μέρα σε μέρα όπως και από εποχή σε εποχή. Τα χιλιόμετρα κυλάνε, στα ρυάκια τσαλαβουτάμε, συνεχίζουμε και πάμε… πλησιάζουμε στον πρώτο κεντρικό σταθμό και καρδιοχτυπάμε. Γρυλίσματα λύκων ήταν αυτά ή τσακάλια μας τριγυρνάνε? Εμπρός καλά μας πόδια, γρήγορα, πάμεεε!

Φτάνουμε στο 1ο κεντρικό σταθμό «Γιουμουρλού». Μωρέ γιουβαρλάκια μου θυμίζει η ονομασία αλλά κρατιέμαι και δεν πέφτω κατευθείαν στα φαγητά. Πρώτα ψάχνω τα πράγματα μου που θα έπρεπε να με περιμένουν παρέα με τις άλλες σακούλες των συναθλητών. Βρε πού είναι, μα πού είναι, περνάνε τα λεπτά, αρχίζω να κρυώνω, απογοητεύομαι προς στιγμή. Ο Προκόπης και ο Βασίλης τρώνε, φωνάζω λίγο πιο δυνατά, «Λείπει η σακούλα μου βρε παιδιά, τι να κάνω;», τρέχει κάποιος από το σταθμό σ’ ένα αμάξι, εδώ είναι, ουφ ησύχασα, ευτυχώς που ξεχάστηκε μέσα στο αμάξι και είναι ζεστά τα ρουχαλάκια μου. Λέω συγγνώμη, πάω σε μια άκρη αλλάζω μπλούζα, κάλτσες, πατούμενα, ε ναι ντε, και γκέτες ενώ καπάκι κάνω και μερικές διατάσεις- έτσι για να μην ξεχνιόμαστε! Παίρνω μπάρες και τζελάκια, φτιάχνω φραπεδάκι, μασουλάω πατατάκια, όλα μαζί και βιαστικά λιγάκι γιατί κρύωνα- έφτυνα παγάκια για την ακρίβεια!-. Μάσα ξανά και φεύγει το παρεάκι άντε γεια σας εθελοντές ευχαριστούμε και τα σχετικά.

Μόλις άλλαξα ε; Καπάκι λασπωμένος χωματόδρομος, γεμάτος τρεχούμενα νερά, σπλάτσ, να και η πρώτη βουτιά, θεαματικότατη. Έγινα ολίγον γουρουνάκι αλλά εντάξει συμβαίνουν αυτά. Ευτυχώς που ξέρω να πέφτω. Κάτι γρατζουνιές, καθάρισμα τις λάσπες, είμαι ΟΚ.

Αφού σινιαρίζομαι και βγαίνουμε από τη λασπούρα, βρίσκουμε και τον Χρήστο και λίγο πιο κάτω τον Νιόνιο, πάμε, η παρέα μεγαλώνει. Ουπσ, έμεινε πιο πίσω ο Βασίλης, λέει θα πάει πιο σιγά και να φύγουμε. Περιμένουμε αλλά δε μας θέλει άλλο για παρέα, σνιφ κλαψ, λυγμ, γκουλπ να φύγουμε, να πάμε αλλού. Έτσι συνεχίζουμε και με κουβέντα τρεχαλίζουμε, σκάλωσα κάπου άντε και η δεύτερη βουτιά. Ρε την τύχη μου! Με ματιάξανε; Μόλις έβαλα καθαρά ρούχα. Εμ, βέβαια αυτό το φωσφόριζε γιλέκο κάνει μπαμ. Σημαδούρα.

Αρχίζει ο Προκόπης «Πω, πω το στομάχι μου», «Τι έφαγες στο σταθμό;» «Αυτό, αυτό, αυτό, λάχανο, κτλ» «Λάχανο; Είσαι τρελός;» «Στον επόμενο σταθμό θα πιεις κόκα κόλα» «Μα δε πίνω ποτέ κόκα κόλα» «Προκόπη μου, ούτε εγώ πίνω κόκα κόλα, ούτε τρώω πατατάκια στη καθημερινότητά μου, αλλά σ’ αυτούς τους αγώνες τα τσακίζω ασταμάτητα. Θα πιεις κόκα κόλα θες δε θες!!!».
Λίγο πριν φτάσουμε στον επόμενο σταθμό- δύσκολο σημείο- ξεγελιέσαι εύκολα και πας στο χωματόδρομο αν δεν προσέξεις ότι έχει στο πλάι και χορταριασμένο μονοπάτι. Ευτυχώς το προσέξαμε οι μισοί και σταματήσαμε, ψάξαμε το βρήκαμε, θυμήθηκα ότι εκεί πέρσι χάθηκαν πολλοί, ουφ ευτυχώς το είδαμε. Κατεβαίνουμε στον επόμενο σταθμό, τους λέμε να πάει κάποιος επάνω γιατί θα χαθεί κόσμος. Ο Προκόπης κατεβάζει κανά λίτρο κόκα κόλα, φτιάχνει και το στομάχι του, πίνουμε όλοι σαν τρελοί, φεύγουμε και από το σταθμό ως κοκακολανομανείς και βουρ φορτσάτοι μέσα στα υπέροχα μονοπάτια στο μέγα ρέμα. Ο Χρήστος έκοψε ρυθμό και έμεινε πιο πίσω. Χαζεύουμε τις απογευματινές εικόνες στο βουνό.

Χαζέψαμε και όταν είδαμε ταμπέλα του ROUT που έγραφε 80χλμ και λέμε «Άντε φτάνουμε Ζαρκαδιά», ξεθαρρεύουμε και τρέχουμε πιο πολύ, ναι καλά… μετά από 2 χλμ περίπου ξαναβρίσκουμε ταμπέλα του ROUT που έλεγε πάλι 80χλμ. Ε ρε γλέντιααα!! Μας κόπηκαν τα πόδια. Σε λίγο μέναμε από νερό, ο Νιόνιος έμεινε πιο πίσω και χωρίς φακό, σταματάμε σ’ ένα ξέφωτο και τον περιμένουμε πριν σκοτεινιάσει και παίρνουμε τις τελευταίες εικόνες. Ετοιμάζουμε φακούς, να και το παιδί που τρέχει αλαφιασμένο να μας προλάβει. Φακοί ανάβουν, νεράκι και φύγαμε.

Άντε παιδιά φτάνουμε Ζαρκαδιά, χμ, μωρέ λέτε να δούμε και τρίτη ταμπέλα που να λέει 80χλμ να τεζάρουμε εντελώς; Άπαπαααα, φρίκη. Τσουπ, φωνέεες, ακούμε φωνέεες, όχι δε λαλήσαμε, φτάσαμε επιτέλους Ζαρκαδιά οεο!
Ζαρκαδιά λοιπόν, ο Προκόπης πηγαίνει στη σκηνή με το ιατρείο να βάλει ψυκτικό στο πόδι του ενώ εγώ περίμενα να μου πει αν θέλει να συνεχίσουμε ή όχι, πήρα και ένα πακέτο πατατάκια και άραξα και μασουλούσα. Με κοιτάζει μια κοπέλα και λέει «Ναι, αυτό σου έλειπε, τα light πατατάκια, η μισή έχεις μείνει». :-D απίστευτο σκηνικό, αφήνω αμέσως το πακέτο με τα light και αρπάζω τα κανονικά. Περιμένω, περιμένω, ε… λοιπόν ο κύριος Προκόπης άλλαξε ρούχα, παπούτσια, και μου έρχεται καινούριος, «Άντε Αμαλία πάμε!» Κόντεψα να πνίγω!

Ξεκινάμε λοιπόν, νύχτα ξανά μπουκάρισμα στο μονοπάτι και ανάβαση σκαρφάλωμα στην Οξιά, και βουρ για Σίλλη. Από ‘δω και πέρα η δυσκολία του αγώνα συνεχίζεται και μεγαλώνει από θέμα νύχτας, ανύπαρκτων μονοπατιών με αγκαθωτά κλαδιά που σου σκίζουν τα πόδια, περάσματα από ρυάκια- ποταμάκια- πολλά νερά, μονοπατιών που καλά θα ήταν να μη κάνεις το λάθος να πέσεις, ζόρικο ατέλειωτο ανηφορικό μονοπάτι στο Θεολόγο, φτάνεις σε σημείο να σκέφτεσαι ότι παρόλη τη λογική κούραση στο σώμα, την δυσκολία της διαδρομής ενός αγώνα περιπέτειας, αντί να χαμογελάς και να χαίρεσαι που τα καταφέρνεις και προχωράς μες στη νύχτα με μόνη ασφάλεια το παρεάκι που τρέχετε μαζί, τελικά χαλιέσαι γιατί συνέχεια πρέπει να ψάχνεις και τα σημάδια, τα οποία από ‘κει και πέρα ήταν πολύ αραιά και τα νυχτερινά σημάδια ελάχιστα και το κερασάκι, να ζεις κι ένα ψυχρό τερματισμό με τη φίλη Γιώτα να έχει ξυλιάσει από το κρύο και να μας περιμένει στον τερματισμό να μας κρεμάσει...κι άλλα κουδούνια? :-) Υπήρχαν στιγμές απόγνωσης, απογοήτευσης, εκνευρισμού όταν δεν βλέπαμε σημάδια, σκεφτόμουν δεν μπορεί, πλάκα μας κάνουν, μας δουλεύουν, μας κοροϊδεύουν. Άσχημο συναίσθημα. Σίγουρα πολλοί ρούτερ γίνανε μπαρούτερ. Γι' αυτό κρατάω την ομορφιά του αγώνα από θέμα υπέροχου τοπίου, όμορφα πέτρινα γεφύρια, πυκνή βλάστηση, ποικιλία χρωμάτων, εικόνες απίστευτης ομορφιάς, δυσκολίας διαδρομής, τρεχούμενα νερά να σε συντροφεύουν συνέχεια και το αγαπημένο μου πέρασμα από τη μία πλευρά στην απέναντι πάνω σε 2-3 κορμούς δένδρων που σχηματίζουν γεφυράκι, τις πολλές αστείες φάσεις έτσι όπως τις έζησα και πάνω απ' όλα το υπέροχο σε όλη αυτή τη διαδρομή παρεάκι.(ομοιοκαταληξία!)

Υπάρχουν φάσεις άλλωστε που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Ξεχνάς τη φάση στα ποταμάκια που δεν υπήρχαν βράχια να πατήσουμε να περάσουμε και καθόμασταν σα χαζοί και κοιτούσαμε αναλύοντας «Αν πατήσουμε εκεί μετά που πατάμε;» και στο τέλος τα περνούσαμε τσαλαβουτώντας μέσα απ’ το νερό και όταν βγαίναμε και περπατούσαμε ακουγόμασταν λες και φορούσαμε γαλότσες γεμάτες νερό! Ή την αξέχαστη διάταση της… καγκελόπορτας; :-D Λίγο πριν πάμε στον σταθμό σταματάμε για διατάσεις, με βλέπει ο Προκόπης που μετά από 100χλμ περίπου έχω ανεβάσει το πόδι για διάταση σε καγκελόπορτα 1.80μ.ύψος και παθαίνει πλάκα «Όχι ρε φιλενάδα», λέει, «τι κάνεις, έπαθα πλάκα!!». Και του ρίχνω την ατάκα μου: «Μη με βλέπεις έτσι γομαράκι και μπρατσαρού, του κλασικού μπαλέτου είμαι κατά βάθος!!». (Το ίδιο είπα και πέρσι στο VFT στον κύριο Κοτρωνάρο- και με την ίδια απορία στο βλέμμα με κοίταζαν!). Έχω σκάσει στα γέλια!. Αλλά ακόμα και όταν ανεβοκατεβαίναμε 3-4 φορές για χιλιόμετρο μέσα σε ένα μονοπάτι για να βρούμε σημάδι- ε αυτό ήταν ολίγον ψυχοβγάλτης- με τα γκλινγκ γκλινγκ στα σακίδια κρεμασμένα να μας έχουν πονοκεφαλιάσει, λέω του Προκόπη «Ω ρε, είχανε δεν είχανε μας κρέμασαν κουδούνια κυριολεκτικά και μεταφορικά!». Αποφασίζουμε να τραβήξουμε το μονοπάτι και ας βγούμε και Βουλγαρία και Τουρκία και όπου να' ναι!
Αμαλία Ματθαίου 1/11/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Bookmark and Share