Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Παρέξ ελευθερία και γλώσσα!


ΠΕΤΡΟΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ*. ΚΕΡΚΥΡΑ. Έλεγα χτες ότι, στα χρόνια του Θεοτόκη, το γλωσσικό δεν ήτανε λυμένο. Ούτε και απλό. Και φυσικά, ένα τέτοιο σημείωμα δεν είναι δυνατό να καταπιαστεί με το θέμα. Δυο τρεις επισημάνσεις μονάχα θέλω να κάμω, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την προσφορά στα Ελληνικά γράμματα (και εξ αυτής της απόψεως) του Ντίνου Θεοτόκη.
Η έντονη αντιπαράθεση «δημοτικιστών» και «καθαρευουσιάνων», αντανακλούσε εκτός των άλλων και οξυμένες κοινωνικές διαφορές καθώς και ποικίλες πολιτικο-οικονομικές αντιπαραθέσεις. Καθόσον για τον Ελληνικό λαό (που σήκωσε και το βάρος της Επανάστασης εναντίον των Τούρκων), ευθύς με την ίδρυση του νεοελληνικού μας κράτους (όπως και σε άλλα πολλά) δεν ήταν αυτονόητο ότι θα επέβαλλε και τη ζωντανή (καθομιλουμένη) του γλώσσα. «Επίχειρα» δεν υπήρχαν, καθώς η όποια μας γλωσσική παράδοση εκείνη την εποχή, ήταν κυρίως προφορική. Χρειάστηκε επομένως, πρώτα η ποίηση με τον Σολωμό κι αργότερα η πεζογραφία με τόσους και τόσους συγγραφείς (και με τον Ντίνο Θεοτόκη στην πρώτη γραμμή) για να διατρανώσουν τον πλούτο, την αμεσότητα και τη ζωντάνια, την εκφραστική και την πλαστικότητα αλλά και την υπεροχή του λαϊκού γλωσσικού ιδιώματος. Μόλις στα 1976 (επί Ράλλη, Υπ. Παιδείας τότε και μετέπειτα πρωθυπουργού), η Δημοτική έγινε επίσημη γλώσσα του Ελληνικού κράτους.
Από τους τόσους και τόσους πεζογράφους μας που κατοχύρωσαν με τα έργα τους τη Δημοτική γλώσσα, ίσως ο Ντίνος Θεοτόκης ήταν ο πιο τυχερός. Κι αυτό γιατί είχε να στηριχτεί στην πλούσια παράδοση της Εφτανησιακής Σχολής. Παρακαλώ, αυτό μην το προσπεράσουμε. Διότι, όταν μιλάμε για Συνύπαρξη και για Συνοχή (δηλαδή για Συνέχεια) της ταπεινής μας Περιφέρειας οφείλουμε να γνωρίζουμε τουλάχιστον τι εννοούμε.

Η γλώσσα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

Ο Ντίνος Θεοτόκης έκρινε (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος Γεράσιμος Χυτήρης στην εμπεριστατωμένη του προσέγγιση «Η γλώσσα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη», περ. «πόρφυρας», τ. 57-58, Απρίλης - Σεπτέμβρης 1991) ότι «όφειλε να πλουτίσει την κοινή δημοτική με την εισφορά λέξεων από το κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα. Πολύ δε περισσότερο γιατί, κάτοχος της διαχρονικής ελληνικής, διαπίστωνε πως μέγα μέρος του τοπικού αυτού λεξιλογίου είχε αρχαϊκή προέλευση.»
Τι διαφορετικό έκαμαν (ρωτάω εγώ, ξεκινώντας από το θέατρο) ο Βυζάντιος (με τη «Βαβυλωνία» του), ο Χουρμούζης, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και λίγο αργότερα ο Ηλ. Καπετανάκης και ο Άγγελος Βλάχος; Έχουμε καθόλου υπ' όψιν μας τον «Βασιλικό» του Ζακυνθινού Αντωνίου Μάτεσι, ή τον «Χάση» του επίσης Ζακυνθινού Δημητρίου Γουζέλη, και πώς αναπαρήγαγαν εκεί οι συγγραφείς το λαϊκό γλωσσικό ιδίωμα σ' αυτά τα σπουδαία έργα; Ή τι διαφορετικό έπραξαν στη λογοτεχνία ο Βηλαράς, ο Ταγκόπουλος, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο Καρκαβίτσας και λίγο αργότερα ο Αργ. Εφταλιώτης και άλλοι;
Όμως τι εννοούμε «κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα»; Ο Γεράσιμος Χυτήρης το προσδιορίζει επακριβώς και ακομπλεξάριστα. Γράφει (όπου παραπάνω): «... Βενετοκρατούμενη επί αιώνες η Κέρκυρα, «κατώρθωσεν να παλαίση επί τοσούτω προς το ξένον στοιχείον, ώστε και την θρησκείαν να διατηρήση και αυτήν την γλώσσαν να μη απωλέση, διαφυλαχθείσαν εν τοις αγροίς καθαρωτάτην». Αντίθετα στην πόλη επικρατούσε η ιταλική, με ζωντανό το παράδειγμα των «ευγενών». Τόσο που, στα 1808 ο Ν. Μαυρομάτης να απευθύνει «προς τους νέους του Ιονίου», την παρώτρυνση για την προτίμηση και τη σπουδή της ελληνικής, «αρχαίας και νέας». Και ο Α. Μουστοξύδης, ως Άρχων της παιδείας, να επισημαίνει σε έκθεσή του στα 1833: «Εκ ματαιοδοξίας τινές των γονέων ανωτέρας τάξεως, νομίζουν ότι τα τέκνα των ήθελον υποβιβασθή, εάν ανεμιγνύοντο μετ' άλλων, ταπεινωτέρας καταγωγής. Έλληνες την καταγωγήν, την πατρίδα, την θρησκείαν, δούλοι όμως των εθίμων και εκτιμώντες μόνον ότι γνωρίζουσιν είναι αδιάφοροι δια την σπουδήν της ελληνικής γλώσσης και θα είναι μέχρις ου καταστή αύτη γλώσσα των δημοσίων υποθέσεων»...
Τι σας λέω τώρα. Οι τοκογλύφοι αλωνίζουν. Οι δανειστές είναι προ των πυλών (ήταν τουλάχιστον όσο έγραφα ετούτες τις γραμμές). Κι ο λαός πεινάει. Οι εργαζόμενοι βλέπουν καθημερινά να συρρικνώνονται τα πενιχρά εισοδήματά τους. Τόσα και τόσα. Αλλά το προτιμώ. Αντί να δώσω ένα ψάρι στον «εργαζόμενο» για το τηγάνι του, το προτιμώ χίλιες φορές να του μάθω πώς να ψαρεύει...

Υ.Γ.: Είναι τυχαίο νομίζετε, που μέσα σ' αυτά τα απίστευτα χάλια της παιδείας μας ξεκίνησαν να καταργήσουν την «Ιστορία»; Και ποιο πιστεύετε πως θα ‘ναι το επόμενό τους χτύπημα; Γελάτε; Η γλώσσα. Κι εμέ; Τι θα μου έχει μείνει άλλο να θρηνώ «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»;...
* καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Bookmark and Share